ἐνθάλλω

ἐνθάλλω
ἐνθάλλω, [tense] pf. part. ἐντεθηλώς,
A = θάλλω, Hsch., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενθάλλω — ἐνθάλλω (Α) [θάλλω] συνήθ. στη μτχ. παρακμ. ἐντεθηλώς αυτός που θάλλει, ο θαλερός …   Dictionary of Greek

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”